- δυσωρέομαι
- δῠσωρέομαι, ([etym.] ὤρα)A keep painful watch,
ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183
; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183
; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσωρήσονται — δυσωρέομαι keep painful watch fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσωρήσωνται — δυσωρέομαι keep painful watch aor subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)